Δελφινίων

Δελφινίων
Δελφ̱ινίων , Δελφίνιον
temple of Apollo Delphinios
neut gen pl
Δελφίνιος
festival of Apollo D.
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δελφινίων — δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγηνόρρυγχος — (Lagenorhynchus). Γένος δελφινιών της οικογένειας των δελφινιδών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 1,5 έως 3,1 μ. και το βάρος τους από 180 έως 250 κιλά. Το κεφάλι τους είναι μικροκαμωμένο με κοντό ρύγχος και ξεχωρίζει από τη μετωπορινική …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • δελφινάριο — το (Α δελφινάριον) [δελφίς] χώρος δημόσιων θεαμάτων με δεξαμενή για επιδείξεις γυμνασμένων δελφινιών αρχ. μετάλλινο δελφινάκι …   Dictionary of Greek

  • ινία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 157 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. * * * ἡ ζωολ. γένος ποταμήσιων δελφινιών τής οικογένειας platanistidae …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λοφιά — η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) [λόφος] χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.) νεοελλ. το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών αρχ. 1. το πτερύγιο τής ράχης… …   Dictionary of Greek

  • νεομερίς — η ζωολ. γένος κητωδών (δελφινιών) τής οικογένειας phocoenoidae …   Dictionary of Greek

  • πλατανίστα — η, Ν ζωολ. γένος ποταμόβιων δελφινιών τής οικογένειας Platanistidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. platanista < λατ. platanista «είδος ψαριού» (βλ. λ. πλατανιστής)] …   Dictionary of Greek

  • σφαιροκέφαλος — ο, Ν ζωολ. λόγια απόδοση στην ελληνική τού γένους λεπτόσωμων δελφινιών globicephala, τής οικογένειας δελφινίδες, με 1 3 είδη που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, εκτός τών πολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. globicephale < globi …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”